- νευροψυχικός
- η , ό[ν] нервно-психический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νευροψυχικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τα νεύρα και την ψυχή τού ανθρώπου 2. ο σχετικός με το νευρικό σύστημα και τον ψυχισμό («νευροψυχικές διαταραχές») 3. φρ. «νευροψυχικός τόνος» ο τρόπος συναισθηματικής αντίδρασης στις εντυπώσεις τού εξωτερικού κόσμου ο… … Dictionary of Greek
νευροψυχικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα νεύρα και την ψυχή του ανθρώπου: Νευροψυχικές διαταραχές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
νευρ(ο)- — α συνθετικό πολλών επιστημονικών ιατρικών όρων τής Νεοελληνικής που προέρχονται από το ουσ. νεύρο και εισήχθησαν στην Ελληνική ως αντιδάνεια από την ξεν. ορολογία (νευρομυελίτιδα, πρβλ. αγγλ. neuromyelitis νευροτομία, πρβλ. αγγλ. neurotomy… … Dictionary of Greek